- παρακρατικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει σε οργάνωση που κινείται στο περιθώριο του κρατικού ελέγχου, αυτός που δρα παράνομα συνήθως με την ανοχή της κρατικής εξουσίας: Όσο πλησιάζουν οι εκλογές τόσο πιο πολύ οι παρακρατικοί πιέζουν και απειλούν τους πολίτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.