παρακρατικός

παρακρατικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει σε οργάνωση που κινείται στο περιθώριο του κρατικού ελέγχου, αυτός που δρα παράνομα συνήθως με την ανοχή της κρατικής εξουσίας: Όσο πλησιάζουν οι εκλογές τόσο πιο πολύ οι παρακρατικοί πιέζουν και απειλούν τους πολίτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παρακρατικός — ή, ό [παρακράτος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο παρακράτος («παρακρατικές οργανώσεις») 2. το αρσ. ως ουσ. ο παρακρατικός άτομο που υπηρετεί το παρακράτος («οι παρακρατικοί εξόρμησαν και πάλι») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”